εξημμένος

εξημμένος
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξάπτω* (II))
1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαψης, ο εξοργισμένος
2. αυτός που εύκολα εξάπτεται, ο ευέξαπτος
3. ο γεμάτος έπαρση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξημμένος — ἐξάπτω fasten from perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάπτομαι — εξάπτομαι, (εξάφθηκα), εξημμένος βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”